ρογιάζω

ρογιάζω
Ν [ρόγα]
μισθώνω, προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρογιάζω — ιασα, παίρνω κάποιον στη δούλεψή μου με μισθό (ρόγα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαριάζω — (Μ ἀπαριάζω) παρακμάζω, παραμελώ, παραγκωνίζω, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαριάζω ετυμολογείται από το παρjάζω < παρεάζω (πρβλ. μσν. παρεάω «αφήνω κάτι να φύγει, εγκαταλείπω»), ενώ κατ άλλους από αμπαριάζω < αναπαριάζω. Σύμφωνα τέλος με… …   Dictionary of Greek

  • ξερογιάζω — (διαλ.) απομακρύνω κάποιον από την έμμισθη εργασία του, από τη ρόγα του, από τον μισθό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ρογιάζω «προσλαμβάνω κάποιον με μισθό» (< ρόγα «μισθός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”